10-01-2022

Μαγνητισμός: παιχνίδια και εφαρμογές

κάνε κλικ στους παρακάτω συνδέσμους:

Μαγνήτης και πυξίδα

Μαγνήτης και ηλεκτρικό κύκλωμα

Μαγνήτης και ηλεκτρικό κύκλωμα – Ροή ηλεκτρονίων

Το ηλεκτρικό κουδούνι

Αρχή λειτουργίας κινητήρα συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος (πως λειτουργούν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα)

μαγνήτης και λαμπάκι που αναβοσβήνει

20-12-2021

Μαθήματα Δευτέρας 20/12/2021

Γλώσσα: Ανάγνωση και απάντηση στις ερωτήσεις του φυλλαδίου: Χριστουγεννιάτικη-εκεχειρία-μαθητές-site

(βλ. και σχετική ανάρτηση παρακάτω)

Μαθηματικά: βιβλίο εργασιών, σ. 37, προβλήματα 1 και 2

Φυσική: Ο ΜΑΓΝΗΤΗΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΖΕΤΑΙ

20-12-2021

Χριστουγεννιάτικη εκεχειρία: μικρή ειρήνη στο μεγάλο πόλεμο

Τα παρακάτω κείμενα αναφέρονται στο γεγονός της Χριστουγεννιάτικης Εκεχειρίας του 1914. Προτείνονται για διδασκαλία  στις Ε’ και Στ’ τάξεις είτε πριν τα Χριστούγεννα, είτε κατά τη διδασκαλία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Στ’ τάξη,  είτε οποιαδήποτε στιγμή επιλέξει ο εκπαιδευτικός. Τα κείμενα διαμορφώθηκαν από αποσπάσματα που αντλήθηκαν από το διαδίκτυο. Με βάση αυτά προτείνονται και συγκεκριμένες δραστηριότητες. Είναι αυτονόητο ότι κάθε συνάδελφος μπορεί να προσαρμόσει ή να αξιοποιήσει όπως επιθυμεί το κείμενο και τις δραστηριότητες. Περισσότερες πληροφορίες για τον Α’ παγκόσμιο Πόλεμο και το απίστευτο αλλά πέρα για πέρα αληθινό γεγονός της «Χριστουγεννιάτικης Εκεχειρίας» μπορεί να αναζητηθούν στην ιστοσελίδα :

http://www.mentality10.com/athlitika-category/podosfairo-category/item/1501-xristougenna-1914-otan-to-podosfairo-kerdi-e-ton-polemo

 

Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου

 

Ταινίες σχετικές με το θέμα : «Ουδέν νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο», «Ατέλειωτοι Αρραβώνες» και «Καλά Χριστούγεννα».

 

  Διαβάστε / προτείνετε το βιβλίο : Η ωραιότερη ιστορία του κόσμου, του Παντελή Καλιότσου, εκδ. Πατάκη, 2006

16-12-2021

Χιώτικα κάλαντα

08-12-2021

Aιολική γη (του Ηλία Βενέζη)

Τα Κιμιντένια είναι βουνά στη Μικρά Ασία. Εκεί ζούσε ο Πέτρος με την οικογένειά του. Μια μέρα έγινε ένας φοβερός πόλεμος και τα όνειρα των ανθρώπων γκρεμίστηκαν. Έπρεπε να φύγουν από την πατρίδα τους και να πάνε να ζήσουν σ’ άλλο τόπο. Θα είναι πρόσφυγες ξεριζωμένοι σε μια ξένη χώρα. Τώρα ταξιδεύουν στο Αιγαίο μ’ ένα σάπιο καΐκι που το δέρνουν με μανία τα κύματα του πελάγους. Ο παππούς του Πέτρου πήρε μαζί του λίγο χώμα από το αγρόκτημα του, για να φυτέψει ένα βασιλικό εκεί που θα πάνε.

Παρακολουθήστε τα παρακάτω βίντεο:

Η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Καταστροφή

ΣΜΥΡΝΗ 1922 ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Το μυθιστόρημα ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή στη Μικρασία πριν τη μικρασιατική καταστροφή. Το πλήθος των φανταστικών προσώπων, των φυσικών στοιχείων, των παιδιών και των μεγάλων που συνθέτουν τον κόσμο της Αιολικής γης είναι δοσμένα από το ώριμο ύφος του συγγραφέα με μορφή παραμυθένια, με πληρότητα μαγική. Η Αιολική γη είναι το βιβλίο του χαμένου παραδείσου των παιδικών χρόνων στα παράλια της Μικρασίας και του δραματικού ξεριζώματος από τη γενέθλια γη.

Πληροφορίες :

για το συγγραφέα

για το Αϊβαλί

για τους Αιολείς

για τη Μικρασιατική καταστροφή

χάρτης

 

 

 

 

 

 

 

Παραθέτουμε το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Κόσμος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Κιμιντένια

Όταν παραμέρισαν τα κύματα του Αιγαίου κι άρχισαν ν’ αναδύονται απ’ το βυθό τα βουνά της Λέσβου υγρά, στιλπνά και γαλήνια, τα κύματα είδαν ξαφνιασμένα το νησί, το νέο τους φίλο. Ήταν συνηθισμένα να ταξιδεύουν απ’ τα μέρη του Κρητικού πελάγου και να σβήνουν στις ακρογιαλιές της Ανατολής, και ό,τι ξέρανε από στεριά ήταν σκληρά βουνά, κοφτοί θεόρατοι βράχοι, γη από κίτρινη πέτρα. Τούτο δω, με το νέο νησί, ήταν κάτι άλλο – ω, πόσο διαφορετικό! Γι’ αυτό είπαν τα κύματα:
«Ας πάμε το μήνυμα στην πιο κοντινή γη, στη γη της Αιολίδας. Ας της πούμε για το νησί, τη νέα γη που έδεσε το φως με τη γαλήνη, για τη γραμμή και την κίνηση του που είναι τόσο ήμερη σα να έχει μέσα της τη σιωπή, ας της πούμε για το θαύμα του Αιγαίου!»
Ήρθαν τα κύματα και φέραν το μήνυμα του πελάγου στην αιολική ακτή. Ήρθαν και άλλα κύματα, κι άλλα – όλα τα κύματα. Όλα λέγαν για το παιχνίδι της γραμμής του νησιού, για το παιχνίδι της αρμονίας και της σιωπής.
Τ’ άκουσαν την πρώτη μέρα τα σκληρά βουνά της Ανατολής και μείνανε αδιάφορα. Τ’ άκουσαν και την άλλη, και πάλι δεν ταράχτηκαν. Όμως όταν το κακό παράγινε και κάθε στιγμή άλλο δεν ακούγανε παρά τη βουή του πελάγου να τους λέει για το θαύμα, τα βουνά παράτησαν την αταραξία τους και, περίεργα, σκύψανε πάνω απ’ τα κύματα να δουν το νησί του Αιγαίου. Ζηλέψανε την αρμονία του και είπαν:
«Ας κάμουμε κ’ εμείς έναν τόπο γαλήνης στη γη της Αιολίδας, που να ‘ναι σαν το νησί!»
Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος, κι ο τόπος που άφησαν έγινε ο τόπος της Γαλήνης.
Τα βουνά κείνα της Ανατολής τα λένε Κιμιντένια.
Οι πρόγονοί μου δουλέψανε σκληρά τη γη που είναι κάτω απ’ τα Κιμιντένια. Όταν εγώ γεννήθηκα, ένα μεγάλο μέρος της περιοχής το όριζε η φαμίλια μας. Το χειμώνα μέναμε στην πόλη, αλλά μόλις τα χιόνια φεύγανε απ’ τα Κιμιντένια κ’ η γη πρασίνιζε μας έπαιρνε η μητέρα μας, όλα τ’ αδέρφια μου, την Ανθίππη, την Αγάπη, την Άρτεμη, τη Λένα, εμένα, και πηγαίναμε να ζήσουμε τους μήνες του καλοκαιριού στο κτήμα, κοντά στον παππού και στη γιαγιά μας.
Η θάλασσα ήταν μακριά από κει, κι αυτό στην αρχή ήταν μεγάλη λύπη για μένα επειδή γεννήθηκα κοντά της. Στην ησυχία της γης θυμόμουν τα κύματα, τα κοχύλια και τις μέδουσες, τη μυρουδιά του σάπιου φυκιού και τα πανιά που ταξίδευαν. Δεν ήξερα να τα πω αυτά, επειδή ήμουνα πολύ μικρός. Αλλά μια μέρα η μητέρα μου βρήκε το αγόρι της πεσμένο μπρούμυτα καταγής, σα να φιλούσε το χώμα. Το αγόρι δε σάλευε, κι όταν η μητέρα πλησίασε τρομαγμένη και το σήκωσε είδε το πρόσωπο του πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Το ρώτησε ξαφνιασμένη τι έχει, κ’ εκείνο δεν ήξερε ν’ αποκριθεί και δεν είπε τίποτα. Όμως μια μητέρα είναι το πιο βαθύ πλάσμα του κόσμου, κ’ η δική μου, που κατάλαβε, με πήρε από τότε πολλές φορές και πήγαμε ψηλά στα Κιμιντένια, απ’ όπου μπορούσα να βλέπω τη θάλασσα. Κ’ ενώ εγώ αφαιριόμουνα στη μακρινή μαγεία του νερού, εκείνη δε μου μιλούσε, για να αισθάνομαι πως είμαστε μονάχοι, η θάλασσα κ’ εγώ. Περνούσε πολλή ώρα έτσι, τα μάτια μου κουράζονταν να κοιτάνε και γέρναν, έγερνα κ’ εγώ στη γη. Τότε τα δέντρα που με τριγύριζαν γίνονταν καράβια με ψηλά κατάρτια, τα φύλλα που θροούσαν γίνονταν πανιά, ο άνεμος ανατάραζε το χώμα, το σήκωνε σε ψηλά κύματα, τα μικρά τριζόνια και τα πουλιά ήταν χρυσόψαρα και πλέανε, κ’ εγώ ταξίδευα μαζί τους.
Σαν ξυπνούσα, έβλεπα από πάνω μου τα μάτια της μητέρας μου να περιμένουν.
— Ήταν ωραία, αγόρι; με ρωτούσε χαμογελώντας γλυκά.
— Αχ, μητέρα, πάντα είναι ωραία με τη θάλασσα!
Μια από κείνες τις καλοκαιρινές μέρες γυρίζοντας με τη μητέρα μου απ’ το «ταξίδι της θάλασσας στα Κιμιντένια», σταθήκαμε στην κοίτη ενός μικρού ποταμίου. Το ποτάμι ήταν γεμάτο καθαρό άμμο, έτρεχε όμως και λίγο νερό.
— Πως τρέχει νερό, είπα, αφού είναι καλοκαίρι και τα Κιμιντένια δεν κατεβάζουνε νερό;
— Έλα! μου λέει η μητέρα, που είχε ζήσει όλα τα παιδικά της χρόνια στα Κιμιντένια κ’ ήξερε τον τόπο καλά. Έλα να δεις!
Περπατήσαμε μες στο ποτάμι, ακολουθώντας το βαθιά στην κοιλάδα, και τότε βρήκαμε σε μια κουφάλα την πηγή απ’ όπου ανάβλυζε το νερό. Έκανε πολύ δροσιά εκεί· μολοντούτο δεν είχε βρύα και πλατάνια, όπως θα ‘πρεπε σε τόσο υγρό τόπο.
— Δοκίμασε το νερό, μου λέει η μητέρα μου. Να δεις τι δροσερό που είναι!
Πήρα με τη χούφτα μου και το ’φερα στα χείλια μου. Αλλά μόλις το άγγιξαν, το άφησα να χυθεί και σκούπισα τη γλώσσα μου.
— Μα αυτό είναι θάλασσα! είπα ξαφνιασμένος.
Η μητέρα μου γελούσε με πολλή χαρά. Με πήρε στην αγκαλιά της και μου είπε:
— Βλέπεις; Η θάλασσα είναι παντού!
Κι όταν έπειτα πήραμε το δρόμο του γυρισμού έγινε σοβαρή και μου εξήγησε πως όλη η περιοχή κάτω απ’ τα Κιμιντένια ήταν κάποτε κακή γη, επειδή πολύ βαθιά μέσα της ζούσε η θάλασσα, έμπαινε μέσα της η θάλασσα. Και χρειάστηκε από γενιά σε γενιά ο ασταμάτητος μόχθος των ταπεινών μου προγόνων για να φύγει το νερό και να γίνουν τα δέντρα και τα κλήματα.
Στα χρόνια του πάππου μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κ’ έγινε το υποστατικό. Απ’ τη μητέρα μου έμαθα το πώς έγινε η πρώτη καλύβα, πότε η γιαγιά μου φύτεψε με τα χέρια της τον πλάτανο στην αυλή, πότε φυτέψανε τα κλήματα. Στο υποστατικό έμπαινες από μια μεγάλη πόρτα, καμωμένη με σκαλιστό ξύλο. Στη μέση ήταν μια αυλή και γύρω γύρω της, η μια χτισμένη κοντά στην άλλη, ήταν οι οικοδομές. Στα κάτω πατώματα ήταν οι αποθήκες κ’ οι στάβλοι, στ’ απάνω η κατοικία του παππού και της γιαγιάς μας, πλάι ο ξενώνας, και πλάι οι κατοικίες για τις γυναίκες και τους ζευγάδες που δουλεύανε στο κτήμα ολοχρονίς. Μια ξύλινη σκάλα σε ανέβαζε απ’ την αυλή στο σπίτι του πάππου, κι από κει άρχιζε το ξύλινο μπαλκόνι που ένωνε κυκλικά όλα τα χτίρια. Τα παράθυρα όλα βλέπαν μες στην αυλή, και μονάχα το σπίτι του παππού είχε ένα σιδερόφραχτο παράθυρο που έβλεπε έξω, τον κόσμο τον έξω απ’ τη μεγάλη πόρτα. Έτσι το υποστατικό έμοιαζε σα μοναστήρι ή σα φρούριο, καμωμένο όλο με γερή πέτρα του Σαρμουσάκ για το φόβο των ληστών. Όμως δεν είχε τίποτα απ’ την ασκητική αυστηρότητα των μοναστηριών, μήτε απ’ την αγριότητα των φρουρίων. Ήταν βαμμένο με γαλάζιο χρώμα.
Σ’ ένα επιτούτου δωμάτιο ήταν φυλαγμένα σαν πολύτιμα πράματα τα όπλα, γκράδες και μαρτίνια και σπαθιά, όσα θα φτάνανε για ν’ αρματώσουν όλους τους ζευγάδες σε ώρα ανάγκης, αν μας ρίχνονταν ληστές. Αυτό το δωμάτιο το λέγαμε το «Κίτρινο» επειδή ήταν βαμμένο με δυνατό κίτρινο χρώμα. Το δικό μας, των παιδιών, ήταν πλάι στα όπλα, κ’ η γειτονία τους μας έκανε να τα συλλογιζόμαστε πολύ. Και καθώς το Κίτρινο ήταν πάντα κλειδωμένο και κανένας δεν είχε την άδεια να το ανοίξει εκτός απ’ τον παππού, η φαντασία μας του έδινε μεγάλες διαστάσεις, το σχημάτιζε σα μυστικό καταφύγιο μυθικών πλασμάτων.
Τις νύχτες, όταν γινόταν ησυχία έξω, όταν τα τσακάλια πια δεν ούρλιαζαν και μονάχα τα φύλλα των δέντρων ακούγονταν που σάλευαν, κάθε άλλος σιγανότατος θόρυβος που έφτανε ως εμάς μας φαινόταν να ‘ρχεται από το απαγορεμένο δωμάτιο. Τότε το ένα παιδί ξυπνούσε το άλλο.
— Άκουσες; έλεγε η μικρή Άρτεμη και μ’ έσπρωχνε. Ξυπνούσα τρομαγμένος και ρωτούσα:
— Τι είναι;
— Άκου! Πλάι κάτι γίνεται! Στο Κίτρινο…
Έβαζα όλη την προσοχή κι αφουγκραζόμουν. Η γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους σπόρους, κι απ’ το μυστικό της έργο έρχεται ένας ελάχιστος θόρυβος που μπορεί να φτάξει μονάχα σ’ ένα παιδί. Οι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα φύλλα, τα τυφλά σκουλήκια αγωνίζουνται έρημα το μικρό τους αγώνα, ένα ζαρκάδι πέρασε και χάθηκε, ένα άλλο, κυνηγημένο από μεγαλύτερο του αγρίμι, δεν μπόρεσε να περάσει στο δάσος να γλιτώσει κι ακούγεται η σπαραχτική φωνή του βαθιά, η φωνή του θανάτου. Ύστερα όλα ησυχάζουν, κ’ έρχεται η Μεγάλη Σιωπή.
— Άκου!.. λέει πάλι η Άρτεμη όταν γίνεται ησυχία.
— Τσακάλι θα ‘ταν και πέρασε, της λέω.
— Μα όχι! Όχι το τσακάλι! Να! Τώρα, τώρα! Κει μέσα! Άκουσε!
Τεντώνω το αυτί μου κι ανοίγω τα μάτια μου όσο μπορώ. Η καρδιά μου χτυπά με αγωνία επειδή αισθάνουμαι την ανάγκη ν’ ακούσω ό,τι μπορεί ν’ ακούσει εκείνη.
— Αχ! λέω τέλος απελπισμένα. Δεν ακούω τίποτε! Μονάχα τα φύλλα…
— Καημένε! Τα φύλλα. Τι λες για φύλλα! κάνει η φωνή της μες στο σκοτάδι, και ξέρω πως στα μάτια της θα λάμπει η περιφρόνηση. Μα τόσο λοιπόν μικρός είσαι;
Εγώ ήμουνα έξι χρονώ κ’ εκείνη είχε κλείσει πια τα οχτώ.
Αυτό δε με πείραζε τόσο. Αλλά μου ερχόταν να κλάψω απ’ το κακό μου και απ’ το παράπονο επειδή η Άρτεμη ήταν κορίτσι, κ’ ένα κορίτσι δε θα ‘πρεπε να ξέρει πιο πολλά από ένα αγόρι. Κι όμως, να που έτσι γινόταν – αδικία πολλή ήταν στον κόσμο.
— Ό,τι θέλεις λες! της κάνω τέλος θυμωμένα. Ακούς τα φύλλα στα δέντρα και θαρρείς πως είναι στο Κίτρινο! Χμ!
— Κακομοίρη! Εγώ λέω ό,τι θέλω; διαμαρτύρεται η Άρτεμη. Δε θυμάσαι πως κ’ εσύ τις προάλλες τ’ άκουσες που περπατούσαν τα σπαθιά μες στο Κίτρινο και μιλούσαν με τα πιστόλια; Ακούς, να λέω, ό,τι θέλω!
Η Άρτεμη είχε δίκιο. Τις προάλλες φύσηξε πολύς αγέρας, αργά μετά τα μεσάνυχτα, κι όλο το υποστατικό σα να σάλευε. Από ψηλά, απ’ τα Κιμιντένια, ερχόταν ο θρήνος των δέντρων που πάλευαν με τον άνεμο. Μήτε τα τσακάλια δεν είχαν τολμήσει να βγούνε κείνο το βράδυ απ’ τις φωλιές τους, μήτε άλλα ζαρκάδια, καμιά φωνή δεν ακουγόταν. Τότες ακούσαμε το μυστικό θόρυβο που ερχόταν μεσ’ από το Κίτρινο, και μείναμε κ’ οι δύο σύμφωνοι, η Άρτεμη κ’ εγώ, πως τα σπαθιά μιλούσαν. Λοιπόν, τώρα γιατί να μην πιστεύω;
— Εσύ όλο κοιμάσαι, αυτό είναι! συμπεραίνει η Άρτεμη, θέλοντας να εξηγήσει την αδυναμία μου. Εγώ όμως ξαγρυπνώ κ’ έχω συνηθίσει τ’ αυτί μου να παίρνει.
— Καλά, καλά! της λέω πάλι. Εσύ τα ξέρεις όλα! Κάθισε, λοιπόν, να ξαγρυπνάς με το σκοτάδι…
Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι. Μα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ’ το μέρος του Κίτρινου.
— Τ’ άκουσες επιτέλους; ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. Τ’ άκουσες;
— Αχ, τ’ άκουσα! μουρμουρίζω κ’ εγώ με ταραχή. Τι να ‘ναι;
— Τα σπαθιά ξυπνούνε…, λέει εκείνη.
Μα τότε ξυπνά κ’ η Ανθίππη. Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονώ κ’ είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.
— Τι έχετε εσείς εκεί; ρωτά σιγανά.
— Ανθίππη, άκου!.. λέει η Άρτεμη, κ’ η φωνή της είναι σα να γυρεύει βοήθεια. Τα σπαθιά ξύπνησαν στο Κίτρινο!..
Η Ανθίππη ακούει κ’ ύστερα λέει ατάραχη:
— Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Κοιμηθείτε!
Την ακούμε που γυρίζει απ’ το άλλο πλευρό να κοιμηθεί, σα να μην έγινε τίποτα. Σκεπάζουμαι κ’ εγώ ως το κεφάλι, μα τα μάτια δεν κλείνουν. Οι θόρυβοι του δάσους, της γης, των ζαρκαδιών γίνουνται ένα, γίνουνται η παράξενη μουσική που λέει για τα παραμύθια και για τα όνειρα, λέει για τα ταξίδια των παιδιών που πάνε καβάλα σε χρυσόψαρα να βρούνε τη «Ροδοπαπούδα» με το άσπρο φόρεμα και τ’ ασημένια μαλλιά και με το Μεγάλο Δράκο που φυλάει στην πόρτα της. Τα σπαθιά και τα πιστόλια στο κίτρινο δωμάτιο δεν είναι πια άγρια πλάσματα, ξύπνησαν μονάχα γιατί ζήλεψαν, θέλουν κι αυτά να καβαλικέψουν τα χρυσόψαρα, να μην είναι κλεισμένα κ’ έρημα. Ανοίγουν σιγανά την πόρτα της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως, κι αν δεν είναι χρυσόψαρο, ένα μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει. Κ’ ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι, πλέοντας μες στον αγέρα, ακούγεται πίσω τους η φωνή των σπαθιών, πάνω στο δελφίνι, που ικετεύουνε:
«Περιμένετε να ‘ρθουμε! Περιμένετε να ‘ρθουμε κ’ εμείς στη Ροδοπαπούδα!»
«Ελάτε!» τους λέει φιλικά το μικρό αγόρι απ’ το χρυσόψαρο. «Ελάτε και σας περιμένουμε!»
Το άλλο πρωί η Ανθίππη με ρωτά:
— Ποιόν περίμενες χτες τη νύχτα;
— Εγώ περίμενα κανέναν;
— Μα ναι, κάποιον φώναζες στον ύπνο σου να ‘ρθει.
Δε θυμούμαι πια τίποτα και της λέω πως θα ‘ταν όνειρο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Περιστατικά μιας πλημμύρας και του φοβερού ληστή που λεγόταν Λαζο-εφφές
Ο παππούς ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας, γεμάτος υγεία παρ’ όλα τα εβδομήντα του χρόνια, κ’ ήταν γενναία καρδιά. Όλη τη ζωή του την πέρασε στα Κιμιντένια, μια σκληρή ζωή, ίσαμε που ν’ αναστηθεί το υποστατικό. Ωστόσο απ’ τη δύσκολη εκείνη ζωή το μόνο σημάδι που έμεινε ήταν βαθιές χαρακιές στο πρόσωπο του, τίποτ’ άλλο. Στα γαλανά μάτια του βασίλευε παιδική αγαθότητα, και στα χείλια του, άμα γελούσε,
έλαμπε η καλοσύνη του κόσμου. Σ’ έναν πιστό κιαγιά είχε αναθέσει την κυβέρνηση του υποστατικού γι’ αυτό μπορούσε όλη τη μέρα να είναι ντυμένος με τ’ ακριβά τα ρούχα του από τσόχα, ραμμένα με την πιο αυστηρή παράδοση των Αϊβαλιωτών βρακάδων. Είχε μιαν απερίγραπτη ευαισθησία στο ντύσιμο του, και ποτές δε θυμούμαι να τον είδα αφρόντιστο όλα τα καλοκαίρια που ζούσαμε κ’ εμείς στο κτήμα. Δεν ήξερε διόλου γράμματα, γι’ αυτό τον βοηθούσε στους λογαριασμούς η πιστή του συντρόφισσα, η γιαγιά μου.

 

 

 

 

 

05-12-2021

Στολίσαμε επιτέλους!!

Το χριστουγεννιάτικο πνεύμα γέμισε την τάξη μας με στολίδια!

 

02-12-2021

Φρέσκα νέα! Το τέταρτο τεύχος της εφημερίδας του Στ1!

Μετά από αρκετούς μήνες κυκλοφορούμε και πάλι! Το τέταρτο φύλλο της εφημερίδας της τάξης μας είναι έτοιμο. Με μια μεγάλη συνέντευξη από έναν σπουδαίο προπονητή, με ακόμα πιο πλούσια και ενδιαφέρουσα ύλη. Ένα μεγάλο μπράβο σε όλα τα παιδιά! Κάντε κλικ στο πρωτοσέλιδο για να ξεφυλλίσετε τις σελίδες της εφημερίδας μας!

 

22-11-2021

Σούλι και Μάνη, τόποι απάτητοι

Παρατήρησε τις παρακάτω φωτογραφίες από τη Μάνη

 

 

και από το Σούλι

 

Που βρίσκεται η Μάνη

 

Που βρίσκεται το Σούλι


Να παρατηρήσεις και να σχολιάσεις :

Το έδαφος και τη φύση

Τα σπίτια των Μανιατών. Τι σου θυμίζουν; Γιατί να ήταν χτισμένα έτσι;

 

25-10-2021

Επίσκεψη του προπονητή της Εθνικής πόλο και του Ολυμπιακού Θοδωρή Βλάχου

Με μεγάλη χαρά περιμένουμε την επίσκεψη του προπονητή της Εθνικής πόλο και του Ολυμπιακού Θοδωρή Βλάχου.

Θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά τον προπονητή της Εθνικής μας που κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στους τελευταίους Ολυμπιακούς Αγώνες, να συζητήσουμε μαζί του για το άθλημα του πόλο, για τη μεγάλη επιτυχία της Εθνικής και τους επόμενους στόχους της.

Δείτε το βιογραφικό του Θοδωρή Βλάχου ΕΔΩ

Δείτε στιγμιότυπα από τους αγώνες της Εθνικής μας στα παρακάτω βίντεο

28-09-2021

Μαγικά τετράγωνα

Τα μαγικά τετράγωνα εδώ και πολλά χρόνια αποτελούν μια μαθηματική επινόηση που διασκεδάζει τους ανθρώπους και ταυτόχρονα εξασκεί το νου τους! Όπως το μαρτυράει και η λέξη, πρόκειται για  τετράγωνους πίνακες στους οποίους είναι τοποθετημένοι ακέραιοι αριθμοί κατά τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε οριζόντια, κάθετα και διαγώνια το άθροισμά τους να είναι το ίδιο και ο κάθε αριθμός να μην εμφανίζεται δεύτερη φορά. Το άθροισμα κάθε μαγικού τετραγώνου ονομάζεται αλλιώς

«μαγικό στοιχείο».

Μερικά παραδείγματα :

Πώς να κάνουμε μαγικά τετράγωνα:

Στο κέντρο τοποθετούμε έναν αριθμό π.χ. το 9:

_    _   _

_   9    _

_   _   _

Διαγώνια προσθέτουμε και αφαιρούμε τον ίδιο αριθμό:

Π.χ. το 1, οπότε παίρνουμε τους αριθμούς  10 και 8 αντίστοιχα και τους τοποθετούμε διαγώνια:

10   _   _

_   9   _

_   _   8

Διαπιστώνουμε ότι έχουν άθροισμα 27.

Κατόπιν με τον ίδιο τρόπο προσθέτουμε και αφαιρούμε έναν άλλον αριθμό, π.χ. το 4, οπότε παίρνουμε τους αριθμούς 13 και 5:

10   _   13

_   9   _

5   _   8

Τέλος, συμπληρώνουμε τα κουτάκια που μας έμειναν με τους αριθμούς που συμπληρώνουνε το άθροισμα (27):

* Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα μαγικά τετράγωνα:

 

– Ένας κινέζικος μύθος λέει πως ο Κινέζος αυτοκράτορας Yu, καθώς περπατούσε κατά μήκος του Κίτρινου ποταμού, παρατήρησε ένα αριθμητικό μοτίβο στο καβούκι μιας χελώνας!

– Τα μαγικά τεράγωνα στην Κίνα χρησιμοποιήθηκαν από το 2.200 π.Χ. με διάφορες εφαρμογές στην αστρολογία, στη μαγεία, στη μαντική, ακόμη και στην κατανόηση φυσικών φαινομένων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς!

– Στην Ινδία τα μαγικά τετράγωνα βρήκαν εφαρμογή στην αρωματοποιΐα!

– Για τους Άραβες η εφαρμογή τους ήταν μαθηματική και όχι μαγική!

– Πρώτη φορά στην Ευρώπη τα μαγικά τετράγωνα εμφανίζονται σε μια γραβούρα του Γερμανού καλλιτέχνη Albrecht Durer (Melencolia I). Δείτε στην εικόνα πάνω δεξιά:

* Πηγές:

Ε Ρ Γ Α Σ Τ Η Ρ Ι Ο   Δ Ι Δ Α Κ Τ Ι Κ Η Σ   Μ Α Θ Η Μ Α Τ Ι Κ Ω Ν

Π Τ Δ Ε   Π Α Ν . Π Α Τ Ρ Ω Ν

https://33dim.wordpress.com/2012/04/23/%CE%BC%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B3%CF%89%CE%BD%CE%B1/