Ένας λύκος μια φορά
έφαγε το δάσος μονομιά.
Συνέχισε να τρώει
Μέσα στα λαγκάδια
έφαγε ως και τα σαπούνια τα αρκάδια.
Έφαγε όλα τα ζώα,
όλα τα φύλλα,
όλα τα χορτάρια
που πάνω έχουν κουκουνάρια.
Όλους τους δασοφύλακες,
όλους τους πεζοπόρους
και άλλους διαφόρους
όλες τις πέτρες,
όλους τους θάμνους,
όλες τις λίμνες.
Τους λαγούς, τις αλεπούδες
κι όλες τις καφέ αρκούδες.
Κατάπιε τα δηλητηριώδη φίδια
και του δασοφύλακα τα φρύδια
Έφαγε όλα τα δέντρα,
τίποτα δεν άφησε,
του φούσκωσε το σώμα
βυθίστηκε στο χώμα.
Κατάπιε όλες τις ρίζες, θα ‘ψαχνε για πίτσες
πετάχτηκε έξω κι έφαγε
όλες τις παπαρουνίτσες.
Και δεν έμεινε ούτε ζωάκι
ούτε ένα σκουληκάκι,
ούτε πρασινάδα
ν’ αναπνεύσουν οι τουρίστες.
«Αχ! Ερημιά σημαίνει
ησυχία χωρίς ποδοπατητά
και χωρίς πολλά πουλιά».
Μύριζε τον αέρα διαρκώς
Κατάλαβε ότι έρχεται κυνηγός
Μάλλον απέτυχε παταγωδώς!
Και να,
έρχονται οι κυνηγοί
αχ τώρα τι θα συμβεί;
Είδε τους κυνηγούς
Άκουσε και πυροβολισμούς!
«Θα πεθάνω» ο λύκος φωνάζει
κυνηγούς βλέπει και τρομάζει
έκανε προσευχές, μα που να τρέξει
έπρεπε από πριν να είχε προσέξει
έφαγε και το φίλο του τον Αλέξη
μετά του πονούσε η κοιλιά
δεν ήξερε τι να κάνει
κι απ’ την ανησυχία του
ένιωσε ότι του ανακατεύεται το στομάχι
και τότε έβγαλε όλα όσα είχε φάει
την πρασινάδα
το χώμα, τα πάντα,
τους λαγούς, τις αλεπουδίτσες
κι όλες τις παπαρουνίτσες.
Κρύφτηκε κάπου και ξέφυγε
κι από τη λαιμαργία του
δεν ξανακυριεύτηκε
Κι ορκίστηκε να μην ξαναφάει
εκτός αν παραγγείλει
Μα αν του φέρουν (χωρίς αλκοόλ) μπίρα κρύα
τρώει τις αλεπούδες μία μία.
Το ποίημα αποτελεί αποτέλεσμα της συλλογικής φαντασίας των παιδιών του Στ1