Τα σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν απέραντα και η φύλαξή τους δύσκολη. Ιδιαίτερα τα ανατολικά σύνορα γιατί εκεί ζούσαν λαοί που έκαναν επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη.
Για να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο την κατάσταση, τοποθέτησε σε αυτές τις άκρες των συνόρων φρουρούς, τους Ακρίτες.
Στους ακρίτες το κράτος έδινε:
-
δωρεάν χωράφια (στρατιωτόπια) για να καλλιεργούν
-
άλογα και πανοπλίες για τους πολέμους
-
απαλλαγή από τους φόρους
Έτσι είχαν εγκατασταθεί μαζί με τις οικογένειές τους στα ανατολικά σύνορα και ήταν πραγματικοί «βιγλάτορες», αφού παρακολουθούσαν τις κινήσεις των εχθρών και ειδοποιούσαν έγκαιρα.
Επίσης φρουρούσαν τα περάσματα των συνόρων και εμπόδιζαν τους εχθρούς να λεηλατούν αυτές τις περιοχές.
Οι Ακρίτες έγιναν ξακουστοί, πολεμώντας εναντίον των Αράβων για την προστασία των συνόρων. Όταν δεν πολεμούσαν, γυμνάζονταν και βοηθούσαν στην οχύρωση των ακριτικών πόλεων.
Ο λαός τους ένιωθε προστάτες του,τους θαύμαζε και τους εξύμνησε στα ακριτικά τραγούδια.Τα τραγούδια αυτά μιλούν για τα ηρωικά κατορθώματα, τη ζωή, τους αγώνες των ακριτών και έγιναν η αρχή των δημοτικών μας τραγουδιών.
Ο πιο ξακουστός ήταν ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας, που εξυμνήθηκε στο ομώνυμο έπος.
Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου – 12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτας ή Έπος του Διγενή Ακρίτα. Θεωρείται το πρώτο γραπτό μνημείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Σύμφωνα με το μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και είχε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία.
Υπόθεση του έργου
Το έργο ξεκινά με την αφήγηση της ιστορίας των γονέων του Διγενή: πατέρας του ήταν ο εμίρης της Συρίας Μουσούρ, ο οποίος σε μια επιδρομή σε βυζαντινά εδάφη άρπαξε την μοναχοκόρη ενός βυζαντινού στρατηγού. Τα πέντε αδέρφια της κοπέλας συνάντησαν τον εμίρη για να ζητήσουν πίσω την αδερφή τους και, επειδή εκείνος αρνήθηκε να την δώσει, ο μικρότερος από αυτούς μονομάχησε μαζί του και τον νίκησε. Ο εμίρης όμως αρνήθηκε να επιστρέψει την κοπέλα. Την παντρεύτηκε, βαφτίστηκε χριστιανός και εγκαταστάθηκε στο βυζαντινό έδαφος· όταν η μητέρα του τον κάλεσε οργισμένη να επιστρέψει στην πατρίδα του εκείνος την επισκέφτηκε και έπεισε εκείνη και την οικογένειά του να ασπασθούν τον χριστιανισμό. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε ο γιος του ζευγαριού, Βασίλειος.
Ο Βασίλειος είχε δείξει από τα παιδικά του χρόνια τις εξαιρετικές ικανότητες και επιδόσεις του σε ασχολίες όπως το κυνήγι: σε ηλικία 12 ετών έπνιξε δύο αρκούδες και σκότωσε ένα λιοντάρι. Όταν ερωτεύτηκε την κόρη ενός στρατηγού, την έκλεψε με την θέλησή της, επειδή οι γονείς της δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους, και ο πατέρας της κοπέλας επέτρεψε τον γάμο μόνο αφού ο Διγενής σκότωσε τους πολεμιστές που έστειλε ο στρατηγός για να τον κυνηγήσουν.
Η συνέχεια του κειμένου αφηγείται τα κατορθώματα του Διγενή που τον έκαναν διάσημο και για τα οποία του απένειμε τιμές ο βυζαντινός αυτοκράτορας. Το μεγαλύτερο τμήμα καταλαμβάνεται από την αφήγηση -σε πρώτο πρόσωπο- των μαχών του Διγενή απέναντι σε έναν δράκο και ένα λιοντάρι που απειλούσε την γυναίκα του και εναντίον των απελατών και της αμαζόνας Μαξιμώς που ήθελαν να την κλέψουν.
Το Μικρό Βλαχόπουλο. Ένα Ακριτικό τραγούδι
ΣΥΛΛΟΓΗ Ν. Γ. ΠΟΛΙΤΟΥ
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι’ ο Αλέξης ανδρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλον, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουσι και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ αντάμ΄έχουν τους μαύρους των ‘σ΄τον πλάτανο δεμένους.
και το μικρό Βλαχόπουλον, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουσι και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι’ αντάμ΄έχουν τους μαύρους των ‘σ΄τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώγει τα σίδερα, του Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξερριζώνει.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε καθησε δεξιά μεριά σ΄την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, ούτε και σαν αηδόνι,
μόν’ ελαλούσε κ’ έλεγεν αθρωπινή κουβέντα.
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δένδρα ξερριζώνει.
Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε καθησε δεξιά μεριά σ΄την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, ούτε και σαν αηδόνι,
μόν’ ελαλούσε κ’ έλεγεν αθρωπινή κουβέντα.
«Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουσι Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν του Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα την γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένην.
και πίσω σας κουρσεύουσι Σαρακηνοί κουρσάροι.
Πήραν του Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα την γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένην.
«Ώς πού να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο σ΄τον μαύρον καβαλλάρης.
ευρέθη το Βλαχόπουλο σ΄τον μαύρον καβαλλάρης.
«Για σύρε συ Βλαχόπουλο σ΄τη βίγλα να βιγλίσης,
αν είν’ πενήντα κι εκατό χύσου μακέλλευσέ τους,
κι’ αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας.
αν είν’ πενήντα κι εκατό χύσου μακέλλευσέ τους,
κι’ αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας.
«Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι’ Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι επρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν.
Ήρχισε και διαμετράε, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάγη πίσω ντρέπεται, να πάγη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί τον μαύρον του, στέκει και τον ρωτάει,
«Δύνασαι, μαύρε μ’, δύνασαι σ΄το αίμα για να πλέυσης;
-Δύνομαι, αυθέντη, δύνομαι σ΄το αίμα για να πλέυσω,
κι’ όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μανδήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχθώ και πέσης απ’ την ζάλη.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι’ Αράπηδες κουρσάρους,
οι κάμποι επρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν.
Ήρχισε και διαμετράε, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάγη πίσω ντρέπεται, να πάγη εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί τον μαύρον του, στέκει και τον ρωτάει,
«Δύνασαι, μαύρε μ’, δύνασαι σ΄το αίμα για να πλέυσης;
-Δύνομαι, αυθέντη, δύνομαι σ΄το αίμα για να πλέυσω,
κι’ όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν’ δέσε το κεφάλι σου μ’ ένα χρυσό μανδήλι,
μην τύχη λάκκος και ρηχθώ και πέσης απ’ την ζάλη.
-Σαΐττες μου αλεξανδριανες, καμιά να μη λυγίση,
και συ σπαθί μου δαμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ’, ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ’ αδελφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε πα νά μπουμε, κι’ όπου ο Θεός τα βγάλη!
και συ σπαθί μου δαμισκί, να μην αποστομώσης.
Βόηθα μ’, ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ’ αδελφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε πα νά μπουμε, κι’ όπου ο Θεός τα βγάλη!
«Σ΄τα έμπα του εμπήκε σαν αετός, σ΄τα ξέβγα σαν πετρίτης,
σ΄τα έμπα του χίλιους έκοψε, σ΄τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και σ΄το καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.
σ΄τα έμπα του χίλιους έκοψε, σ΄τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και σ΄το καλό το γύρισμα κανέναν δεν αφήνει.
Πήρε τ’ Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
και το μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
Στοn δρόμον όπου πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
«Πού΄σαι αδελφέ μου Κωσταντά κι’ Αλέξη ανδρειωμένε;
αν είσθε εμπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφθήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δεν σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι’ ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια.»
«Πού΄σαι αδελφέ μου Κωσταντά κι’ Αλέξη ανδρειωμένε;
αν είσθε εμπρός μου φύγετε και πίσω μου κρυφθήτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δεν σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι’ ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια.»
Πηγές : http://egpaid.blogspot.com
http://konmesazos.blogspot.gr
http://el.wikipedia.org