15-05-2013

Παλιά επαγγέλματα

 

ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ     

Τα παλιά χρόνια που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα οι μετακινήσεις ήταν πολύ δύσκολες. Οι άνθρωποι έπρεπε να πάνε με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια ή με τα μουλάρια κάπου αλλού. Έτσι, έχαναν πολύ χρόνο αλλά και κουράζονταν με τη μεταφορά των προϊόντων τους. Γι’αυτό υπήρχαν κάποιοι που έκαναν το επάγγελμα του αγωγιάτη. Χρησιμοποιώντας τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια τους δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά μόνο το καθημερινό δρομολόγιο από το χωριό τους σε άλλα μέρη, κουβαλώντας ανθρώπους και εμπορεύματα.

 

ΝΤΕΛΑΛΗΣ 

Τα παλιά χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφθεί το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο οι αρχές του χωριού είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους πουν κάποια πράγματα που τους αφορούσαν. Έτσι, όταν ήθελαν να ανακοινώσουν κάτι στους κατοίκους είχαν τον ντελάλη, ο οποίος έπρεπε να είναι βροντόφωνος για να μπορεί να φωνάζει δυνατά και να τον ακούνε. Η δουλειά του ήταν να γυρίζει όλο το χωριό και να φωνάζει αυτό που έπρεπε να μάθουν όλοι οι χωρικοί. Στεκόταν κυρίως στα ψηλότερα σημεία για να ακουστεί όσο το δυνατό από περισσότερους.

ΝΕΡΟΥΛΑΣ

Ένα επάγγελμα που έχει εξαφανιστεί τώρα είναι ο νερουλάς. Στην παλιά Αθήνα δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια κι έτσι αυτός που αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό ήταν ο νερουλάς. Συνήθως υπήρχε ένας νερουλάς σε κάθε μία γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβόταν περίπου μία δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930,  οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.

 ΓΑΝΩΤΗΣ

Ένα άλλο επάγγελμα που έχει χαθεί κυρίως από τα μεγάλα αστικά κέντρα είναι ο Γανωτής. Γανωτής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Οι γανωτήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν τον γαλβανισμό και στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια κ.α. Το γάνωμα έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο. Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή έχει εξαφανιστεί, αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται επικασσιτέρωση. 

Γαλατάς

O γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια. Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.

  Ακονιστής

Ο άνθρωπος αυτός ήταν απαραίτητος στα σπίτια που είχαν για ακόνισμα μαχαίρια, πριόνια, κόσες, κόφτρες, τσεκούρια, ψαλίδια κι άλλα κοπτικά εργαλεία. Η δουλειά του ήταν να τα γυαλίζει και να τα ακονίζει μέχρι που να κόβουν, κατά το κοινώς λεγόμενο, την μύγα στον αέρα. Τα σύνεργα του ακονιστή ήταν ο τροχός κι οι ακονόπετρες. Ο τροχός ήταν σμυριδόπετρα, που έβγαινε στον Κόρωνο και σ’ άλλες περιοχές της Νάξου.      

  Ντελάλης

Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει «αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα», ο δημόσιος κήρυκας. Ο (ν)τελάλης διαλαλούσε τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό.                                                                                                                                                                           Φανοκόρος

Ο φανοκόρος ήταν ο άνθρωπος που άναβε τα φανάρια του δημοτικού φωτισμού. Από το τέλος του 18ου αιώνα με την διάδοση του φωταερίου και ειδικά στην Αθήνα από το 1857 με την ίδρυση του εργοστασίου φωταερίου σε συνεργασία με την Γαλλική Εταιρεία, έγινε επιτακτική η ανάγκη για το φωτισμό της πόλης. Κάθε βράδυ ο φανοκόρος φρόντιζε να ανάβουν οι δημοτικοί φανοστάτες των δρόμων. Δρόμοι, πλατείες, θέατρα θα παρέμεναν στο σκοτάδι χωρίς τη δική του φροντίδα. Φανοκόρος

 

Εφημεριδοπώλης

Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης είναι ο επαγγελματίας που ασκεί το επάγγελμά του χωρίς να έχει συγκεκριμένο μαγαζί. Παραλαμβάνει τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθεί την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης τις πωλεί στους περαστικούς πολίτες ή τις αφήνει στην είσοδο των σπιτιών των μόνιμων πελατών του.            

 

ΜΥΛΩΝΑΣ

 Μυλωνάδες λέγονταν στα παλιά χρόνια αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά, για να παράγουν αλεύρι, με το οποίο παρασκεύαζε το ψωμί της  η οικογένεια.

Οι αλευρόμυλοι διακρίνονταν σε κείνους που κινούνταν με νερό τους νερόμυλους, και σε κείνους που κινούνταν με τον αέρα, που λέγονταν ανεμόμυλοι. Οι περισσότεροι νερόμυλοι λειτουργούσαν το χειμώνα και ελάχιστοι  το καλοκαίρι και σε τόπους όπου υπήρχαν τρεχάμενα νερά. Η λειτουργία ενός νερόμυλου απαιτούσε εγκαταστάσεις, που εξασφάλιζαν τη μεταφορά και την αποθήκευση του νερού, για την κίνηση του μύλου και μηχανισμούς έξω και μέσα στο κτίσμα του μύλου, με τους οποίους γίνονταν η εκμετάλλευση της υδατόπτωσης του νερού και η μετάδοση της κίνησης στη μυλόπετρα για το άλεσμα των καρπών.

Οι ανεμόμυλοι κινούνταν με τη βοήθεια του ανέμου και γι’ αυτό οι περισσότεροι λειτουργούσαν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, που οι άνεμοι ήταν ήπιοι. Οι ανεμόμυλοι χτίζονταν τις πιο πολλές φορές ομαδικά στα λεγόμενα μυλοτόπια. Τα μυλοτόπια ήταν συνήθως τόποι με στρωτούς ανέμους όπως οι  πλαγιές λόφων. Οι ανεμόμυλοι διακρίνονταν σε μονόκαιρους και σε στρογγυλούς. Οι μονόκαιροι ήταν προσανατολισμένοι αποκλειστικά προς βορρά και βορειοδυτικά, γιατί από την κατεύθυνση αυτή πνέουν συνήθως οι άνεμοι στην Κρήτη. Οι στρογγυλοί μύλοι μπορούσαν να κινούνται με όλους τους ανέμους, αφού μπορούσαν να περιστραφούν και να προσανατολιστούν κάθε φορά στην κατεύθυνση απ’ όπου έπνεε ο άνεμος. Το βασικό εξάρτημα του ανεμόμυλου, με το οποίο εξασφαλίζονταν η κίνηση του με την επενέργεια του ανέμου, ήταν η φτερωτή, που βρισκόταν μπροστά και έξω από το κτίσμα του μύλου. Και στις δυο περιπτώσεις ο βασικός κορμός του μύλου ήταν η πέτρα. Δυο πέτρινοι δίσκοι κινούνταν αντίθετα και τρίβοντας τον καρπό τον μετέτρεπαν σε αλεύρι. Η κίνησή τους γινόταν μέσα από ένα σύστημα αξόνων από τη ρόδα του νερόμυλου ή του ανεμόμυλου στους πέτρινους δίσκους.

Η δουλειά του μυλωνά ήταν μοναχική, σκληρή, επίπονη αλλά προσοδοφόρα. Συνήθως δεν πληρωνόταν με χρήματα, αλλά με αλεύρι, ανάλογα με τη ποσότητα που άλεθε. (αλεστικά).  

Μυλωνάδες στους παλαιότερους χρόνους λεγόταν αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά για να παράγουν αλεύρι. Όσους από τους μύλους κινούνται με αέρα τους έλεγαν ανεμόμυλους.

Οι μύλοι λειτουργούσαν κυρίως το χειμώνα, και όπου υπήρχαν τρεχούμενα νερά λειτουργούσαν και το καλοκαίρι.

Η εγκατάσταση του γινόταν συνήθως πλάι στις όχθες των ποταμών και όταν υπήρχαν ειδικές συνθήκες χτίζοντας διαδοχικά ο ένας κάτω από τον άλλο στην πλαγιά ενός βουνού όπου με τη βοήθεια μεγάλης ποσότητας τρεχούμενων νερών λειτουργούσαν διαδοχικά. Ο μυλωνάς περίμενε να φυσήξει ο κατάλληλος άνεμος για να θέσει σε λειτουργία το μηχανισμό του μήλου. Άπλωνε τα πανιά της φτεριοτής, μετέφερε μέσα στο μύλο τους καρπούς πού επρόκειτο να αλεστούν, τους άδειαζε στην κοφινίδα που ήταν ένα ξύλινο κιβώτιο με πυραμιδωτή προς τα κάτω βάση, απ’ όπου έπεφτε μέσα στην κουβέρτα, ένα ξύλινο κιβώτιο, μορφής χαμηλού –πολυγωνικού πρίσματος που περιέβαλε ης μυλόπετρες, την απανώπετρα και την κατώπετρα.

Παγωτατζής

Οι παγωτατζήδες βράζανε το γάλα και προσθέτανε ζάχαρη, αυγά, κακάο ή βανίλια, ανάλογα με τη γεύση που θέλανε να φτιάξουν. Όταν έβραζε το μείγμα, το κατέβαζαν από τη φωτιά και το τοποθετούσαν σε ένα μεταλλικό κάδο, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο ξύλινο βαρέλι και στον κάδο, έβαζαν πάγο και συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να πήξει. Φορτώνανε το βαρέλι στο καρότσι, και με μια ειδική μεταλλική κουτάλα και τα χωνάκια ξεκινούσαν τη δουλειά τους.

Ο παγωτατζής με το άσπρο καπελάκι και την άσπρη ποδιά του ήταν φιλικός ευχάριστος, και ο πιο αγαπημένος πλανόδιος μικροπωλητής για τα παιδιά. Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι έκανε την εμφάνισή του στα συνηθισμένα στέκια, και διαλαλούσε το παγωτό του, στα δημοτικά σχολεία, στις εκκλησίες τις Κυριακές και τις γιορτές, στους γάμους και στα πανηγύρια, στις πλατείες, στα παζάρια, στις εκδρομές, στους ποδοσφαιρικούς αγώνες και όπου αλλού σύχναζε πολύς κόσμος.
Το παλιό καροτσάκι του παγωτατζή ήταν σωστό κομψοτέχνημα , με το ωραίο σκέπαστρο, τις παραστατικές λαϊκές ζωγραφιές και τα διάφορα σχέδια που κοσμούσαν τις πλευρές του.
Ο Παγωτατζής γνώριζε τη συνταγή, τα υλικά και τις αναλογίες. Μέσα στον μεταλλικό κάδο έβαζε το γάλα, το σαλέπι, το σιμιγδάλι, τη ζάχαρη, τα αυγά, τη βανίλια κλπ. Σκέπαζε τον κάδο και άρχιζε να τον περιστρέφει μέχρι να πήξει το παγωτό. Στη συνέχεια το πάγωνε και ξεκινούσε με το καροτσάκι του για το μεροκάματο.
Τα παγωτά φτιάχνονταν είτε από γάλα ή σκόνη γάλακτος είτε ήταν παγωτά φρούτων – γρανίτες.
Το παραδοσιακό ξυλάκι με γεύση βανίλιας ή το παγωτό χωνάκι, είναι στην ανάμνηση όλων των ανθρώπων που στην παιδική ηλικία τα γεύτηκαν και τα απόλαυσαν με ανεμελιά.
Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε την Άνοιξη, τις μέρες του Πάσχα και σταματούσε το φθινόπωρο με την εμφάνιση των καστανάδων, αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν οι ίδιοι, διότι έκαναν παράλληλα και δεύτερο εποχιακό επάγγελμα.
«Ο παγωτατζής!!! Φρέσκα παγωτά!!!» ακούγονταν  ξαφνικά η φωνή του Παγωτατζή  μέσα στην  καλοκαιριάτικη λαύρα
Σήμερα το τυποποιημένο παγωτό έχει κυριαρχήσει στην αγορά και ο πλανόδιος πωλητής δεν γυρίζει πια στις γειτονιές.

 

Τσαγκάρης

Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση. Δηλαδή ήταν μπαλωματήδες.

Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.

Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα, για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια.

Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.

Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιανε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.

Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.