13-03-2021

Ο αδελφός της Ασπασίας – Μάνος Κοντολέων

Με λένε Δαμιανό. Είμαι οχτώ, περίπου, χρονών κι αυτό εδώ το βιβλίο το έγραψα ολάκερο μόνος μου. Μοναχά τον τίτλο του τον βρήκε η Ασπασία. Ποιά είναι αυτή;

Μα μη μου πείτε πως δεν ξέρετε την περίφημη μεγαλύτερη αδελφή μου!

Λοιπόν διαβάστε αυτά που έγραψα κι έχετε πολλά να μάθετε και για την Ασπασία, που φοβάται τις αράχνες, και για τη μαμά μου, που ξέχασε μέσα στο αυτοκίνητο τη γάτα, και για τον μπαμπά μου, που τον είπανε «μπάρμπα» και για το φίλο μου, τον Γιωργή, που πάλεψα μαζί του και δε μ’ άφησαν να τον νικήσω, και για μένα και τις Μ.Α. μου (τις Μεγάλες Αποφάσεις μου εννοώ).

 

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ (από το βιβλίο γλώσσας της Δ΄ δημοτικού)

Ο αδελφός της Ασπασίας

Όταν ήμουν πιο μικρός, εκεί κατά την Πρώτη Δημοτικού, τα είχα λιγουλάκι με τον μπαμπά μου. Λιγουλάκι, αλλά πάντως ήμουν θυμωμένος μαζί του. Νόμιζα πως αγαπούσε πιο πολύ την Ασπασία από εμένα. Πώς το νόμιζα; Ε, να! Πρώτα απ’ όλα ήταν τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Πέντε με φωτογραφίες της Ασπασίας και δυο μόνο με δικές μου.

«Όλο την Ασπασία βγάζεις φωτογραφία. Αυτήν αγαπάς πιο πολύ!» του έλεγα του μπαμπά.

Εκείνος με κοίταζε έκπληκτος.

«Μα, αφού η Ασπασία ζει πιο πολλά χρόνια απ’ ό,τι εσύ, φυσικό είναι να έχει βγάλει πιο πολλές φωτογραφίες!»

Δίκιο είχε, αλλά εγώ δεν το έβλεπα.

Έπειτα ήταν κι άλλα.

Παρακολουθούσαμε, για παράδειγμα, όλοι μαζί τηλεόραση. Εγώ καθόμουνα με τα πόδια απλωμένα πάνω στο τραπεζάκι.

«Κάτω τα πόδια σου, θα γδάρεις το έπιπλο!» μου φώναζε ο μπαμπάς.

«Όλο σ’ εμένα φωνάζεις! Ποτέ και στην Ασπασία! Εκείνη αγαπάς, όχι εμένα!» έλεγα εγώ.

Και ξανά ο μπαμπάς με κοιτούσε με έκπληξη.

«Μα η Ασπασία κάθεται κανονικά!» μου έλεγε. «Γιατί να τη μαλώσω;»

Δίκιο είχε, αλλά εγώ…

Ε, ήμουνα ζηλιάρης. Να το παραδεχτώ.

Έπειτα ήταν κι η μαμά. Αυτή άλλα έλεγε.

Όταν, ας πούμε, εγώ έμπαινα στο δωμάτιο της Ασπασίας και της ανακάτευα τα…ψιλικά της κι εκείνη άρχιζε τα: «Στρίβε! Φύγε!» (και άλλα τέτοια), η μαμά έβαζε τις φωνές στην κόρη της: «Μα σταμάτα πια! Καθόλου υπομονή δεν έχεις! Παιδί είναι!».

Ε, άκουγα εγώ κάτι τέτοια κι έλεγα πως για τη μαμά δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Μ’ αγαπούσε πιο πολύ από την αδελφή μου. Δεν ήταν σαν τον μπαμπά, που όλο απαιτήσεις είχε από εμένα, άρα…

Λοιπόν, ο μπαμπάς κι η μαμά, δεν μπορώ να πω, σε πολλά συμφωνούν, αλλά και σε πολλά διαφωνούν. Συνήθως, συμφωνούν στα βιβλία που διαβάζουν. Tα ίδια αρέσουν και στους δυο, τα ίδια και στους δυο δεν αρέσουν. Εκεί που διαφωνούν είναι στο πώς πρέπει να αντιμετωπίζουν την Ασπασία.

Ο μπαμπάς πάντα τη δικαιολογεί: «Ε, ας έχει κι αυτή κάποιο ελάττωμα. Καλή μαθήτρια είναι, ήσυχος χαρακτήρας. Το μόνο κακό που έχει είναι πως είναι λίγο καβγατζού!»

Η μαμά όμως έχει άλλη γνώμη.

«Εσύ τη χάλασες, μ’ όλα τα χατίρια που της κάνεις και να που κατάντησε να μην υπολογίζει κανέναν!»

Και, όταν η Ασπασία τους ακούει να λένε όλα αυτά, αρχίζει τις μουρμούρες, δήθεν ετοιμάζεται να κλάψει και τελικά προτιμά να βροντήξει την πόρτα της κάμαράς της και να βάλει δυνατά το στερεοφωνικό της.

Για μένα δε διαφωνούν. Συμφωνούν κι οι δυο πως έχω καλή καρδιά και πως, αν κάποια στιγμή με μαλώσουν κι εγώ βάλω τα κλάματα, το επόμενο κιόλας λεπτό έχω ξεθυμώσει.

Τέλος πάντων! Χαρακτήρες, όπως συνηθίζει να λέει κι η γιαγιά, αλλά εγώ το ξαναλέω: τη ζήλευα την Ασπασία.

Όμως αργότερα μου πέρασε… Δηλαδή δε μου πέρασε ακριβώς. Μια και τα λέμε μεταξύ μας, ας το ομολογήσω: την Ασπασία τη ζηλεύω ακόμα! Μα… συνάμα και την αγαπώ, όπως κι αυτή μ’ αγαπάει. Α, η αλήθεια να λέγεται. Αλλά γιατί να έχει γεννηθεί πριν από εμένα; Και έτσι τώρα είναι η πιο μεγάλη από τους δυο μας! Αδικία!