Λίμερικ ποίηση
Λίμερικ ονομάζεται ένα είδος ποίησης, με χαρακτηριστική, σύντομη, χιουμοριστική σύσταση μίας στροφής πέντε στοίχων και ομοιοκαταληξία aabba. Τα ποιήματα του είδους λίμερικ διηγούνται μια σύντομη ιστορία, και καταλήγουν σε ένα ανέκδοτο.
Η ιστορία των λίμερικς ξεκινάει στην Αγγλία του 1820, αν και σύμφωνα με τον Θωμά Ακινάτη ήταν διαδεδομένα από τον μεσαίωνα. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος, το οποίο προέρχεται από
την ομώνυμη πόλη της Ιρλανδίας
το ιρλανδικό στρατιωτικό τραγούδι „Will you come up to Limerick“ (18ος αι.)
την συλλογή παιδικών τραγουδιών και λαχνισμάτων Mother Goose’s Melody του 1765.
Hickory, dickory, dock!
The mouse ran up the clock.
The clock struck one –
The mouse ran down.
Hickory, dickory, dock!
Ξακουστά είναι εκείνα του Έντουαρντ Λιρ (Edward Lear), που το 1864 δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή με λίμερικ, με τον τίτλο The book of nonsense :
There was an Old Man with a nose,
Who said, ‘If you choose to suppose,
That my nose is too long,
You are certainly wrong!’
That remarkable Man with a nose.
Δείτε όλη την εικονογραφημένη συλλογή ποιημάτων «The book of nonsense» ΕΔΩ
Στην Ελλάδα, πρώτος που αποπειράθηκε να γράψει λίμερικ είναι ο Γιώργος Σεφέρης.Το 1975 εξέδωσε μια συλλογή από λίμερικ, με τον τίτλο Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά.
Εδώ το πρώτο της συλλογής :
Ήταν μια κοπέλα από τη Σάμο
που έχωσε το δεξί της στην άμμο
και με τ’ άλλο χέρι
εκρατούσε ένα αστέρι
ετούτη η κοπέλα απ’ τη Σάμο.
Τα λίμερικ ομοιοκαταληκτούν συνήθως αα-ββ-α.
Ο πρώτος στίχος περιέχει την παρουσίαση του πρωταγωνιστή
Στον δεύτερο αποκαλύπτεται η ιδιότητά του.
Στον τρίτο και τέταρτο έχουμε την πραγματοποίηση κάποιας ενέργειας.
Ο πέμπτος στίχος είναι αφιερωμένος στην εμφάνιση ενός τελικού επιθέτου ή παραλόγου.
Δοκιμάζουμε να γράψουμε κι εμείς λίμερικ :
Ο μικρός ο παπαγάλος
που ήτανε ο ράμφος του μεγάλος
μέσα στο κλουβί το σιδερένιο
κοίταγε το καμπαναριό το ασημένιο
Ο πολύχρωμος ο παπαγάλος.
Χθες έφαγα μια πίτα κεράσι
που ένας φούρναρης με είχε κεράσει
αυτή η πίτα ήταν χαλασμένη
πήγα στο γιατρό που στη Σεβαστουπόλεως μένει
Αχ, αυτή η χαλασμένη πίτα κεράσι !
Το μικρό μου το σκυλάκι
όμορφο σαν λουλουδάκι
κάθε μέρα όλη μέρα με παιχνίδια ασχολιόταν
κάθε νύχτα όλη νύχτα μες το σπίτι του κοιμόταν
το γλυκούλι το σκυλάκι.
Είχα την κόρη μου την Άννη
που έγινε σαν το τρυπάνι
και της έδωσαν μολύβι
σαν την πορτοκαλάδα ΗΒΗ
την καημένη την Άννη !
Ήταν ένα αγόρι απ’ την Ελλάδα
κι έφαγε μια φασολάδα
και σαν είπε την αλήθεια
έφαγε και τα ρεβύθια
κι όταν τα ‘φαγε όλα αυτά έπαθε τρομερή τρομερή ζαλάδα
Ήταν ένας μικρός σκατζοχοίρος
που ντυνότανε προχείρως
του ’ρθε μια ιδέα
να πάει στην Ιτέα
ο φανταστικότερος σκατζοχοίρος.
Ήταν ένα μικρό άλογο βαρεμένο
που ψήλωσε και έγινε μεθυσμένο
έγινε χοντρό
κι έπεσε ξερό
αυτό το άλογο το μεθυσμένο.
Μια μέρα έπαιζα ποδόσφαιρο
αλλά τελικά έπαιζα κακόσφαιρο
έβαλα ένα γκολ
και είπα καταλάθος «μπολ» !
Αχ, τι ωραίο ποδόσφαιρο !
Ήταν ένας γέρος
που δεν ήξερε το μέρος
Ρώτησε μια γάτα
και του ‘πε «φάε τη σαλάτα»
πάει ο άσχημος ο γέρος.
Ήτανε ένα αγόρι από το Λονδίνο
και ταξίδια πολλά έκανε στο Πεκίνο
τον φωνάζανε μικρούλη
επειδή ήτανε γκυκούλι
Αχ αυτό το περίεργο αγόρι από το Λονδίνο.
Ήτανε μια γόμα
που είχε ωραίο χρώμα
μια μέρα είπε στο χαρτί
γιατί δε μου σβήνεις το «τι» ;
Αυτή η πολύχρωμη γόμα.
Στη γιορτή μου τη μεγάλη
που ήταν στην Εκάλη
η γάτα μου έσπασε ένα βάζο
και τώρα άλλο στη θέση του βάζω
για τη γιορτή μου τη μεγάλη
Ήταν ένας σκύλος
που τριγυρνούσε σαν ψύλλος
με κόκκινα γυαλιά
όλοι τον υποδέχονταν σαν βασιλιά
ετούτος ο τυχερός σκύλος.
Ήταν ένας ποντικός
που ήταν όλων ο αρχηγός
και τον καμάρωναν μα τα ‘κανε σαλάτα
γιατί έσπασε τα ιερά τα πιάτα
κι έφυγε σαν αετός.
Ήταν ένας μεθυσμένος
που παραπατούσε ζαλισμένος
πήγε στο δρομάκι
και πάτησε ένα γατάκι
ο γέρο – μεθυσμένος.
Έτρωγα μαλλί της γριάς
και με ρωτούσε ένας μαλλιάς :
«Πάμε να παίξουμε ποδοσφαιράκι;
Έλα μην κάνεις σαν κοριτσάκι.
Όλο με νικάς, μάλλον σου δίνει τύχη το μαλλί της γριάς».