07-04-2014

Το Σχίσμα του 1054

Το Σχίσμα του 1054, γνωστό επίσης ως Μεγάλο Σχίσμα, ήταν το γεγονός που διαίρεσε το Χριστιανισμό σε Δυτικό Καθολικισμό και Ανατολική Ορθοδοξία.

Αν και εντοπίζεται χρονολογικά στο έτος 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο ΠατριάρχηςΜιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν μεταξύ τους αναθέματα, το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας εκτεταμένης περιόδου αποξένωσης μεταξύ των δύο εκκλησιών.

Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν οι διαφωνίες σχετικά με την παπική αρχή — ο Πάπας απαιτούσε να έχει εξουσία ανώτερη των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής και να ασκεί δικαιοδοσία πάνω τους, ενώ οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική, και έτσι είχε δικαιοδοσία μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης.

Η διάσπαση των εκκλησιών με βάση δογματικά, θεολογικά, γλωσσικά, πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, και το θεμελιώδες ρήγμα δεν θεραπεύτηκαν ποτέ.

Η διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέβαλλε στη περαιτέρω εκκλησιαστική διάσταση. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας, ο οποίος πέθανε το 395, ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε την ενωμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μετά το θάνατό του, το έδαφός της Αυτοκρατορίας διαιρέθηκε σε δυτικό και ανατολικό κράτος, έχοντας το καθένα δικό του Αυτοκράτορα.

Μέχρι το τέλος του πέμπτου αιώνα, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε αποδεκατιστεί από τους βαρβάρους, ενώ η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (γνωστή επίσης ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία) συνέχισε να αναπτύσσεται. Κατά συνέπεια, η πολιτική ενότητα στην αυτοκρατορία ήταν η πρώτη που κατέρρευσε. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα στην Ρώμη που κατηγόρησαν τότε την Ανατολική Αυτοκρατορία για την έλλειψη βοήθειας μπροστά στις επιδρομές των Γότθων. Αυτή ήταν μια ιστορία που επρόκειτο να επαναληφθεί από την αντίθετη μεριά, όταν το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια ενάντια στους Τούρκους.

Υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στη μεταξύ Ανατολής και Δύσης διάσταση. Κυρίαρχη γλώσσα στη Δύση ήταν τα Λατινικά, ενώ στην Ανατολή επικρατούσε η ελληνική γλώσσα. Σύντομα μετά την πτώση της Δυτικής Αυτοκρατορίας, ο αριθμός των ατόμων που μιλούσαν και τις δύο γλώσσες άρχισε να ελαττώνεται, και η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών έγινε δυσκολότερη. Μετά τη γλωσσική ενότητα, η πολιτιστική ενότητα άρχισε επίσης να θρυμματίζεται. Τα δύο μέρη της εκκλησίας, που διαιρέθηκαν σύμφωνα με τα πολιτικά σύνορα, χρησιμοποιούσαν διαφορετικό λειτουργικό τυπικό και είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις πάνω σε θρησκευτικά δόγματα. Αν και το μεγάλο σχίσμα ήταν ακόμα αιώνες μακριά, είχε αρχίσει ήδη να σκιαγραφείται.